προεκκομίσασθαι

προεκκομίσασθαι
προεκκομίζω
carry out beforehand
aor inf mid
προεκκομίσασθαι , προεκκομίζω
carry out beforehand
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεκκομίζω — ΜΑ μσν. μέσ. προεκκομίζομαι κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.) αρχ. μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκομίζω «μεταφέρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”